- πλησιφαεῖς
- πλησιφαήςwith full lightmasc/fem acc plπλησιφαήςwith full lightmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλησιφάεις — εσσα, εν, Α ολοφώτιστος, πλησιφαής. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος<θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι «γεμίζω» + φάεις (< θ. φαFε τής λ. φῶς, πρβλ. φάε, γ εν. αορ., φαε θων, φαε σί μβροτος)] … Dictionary of Greek
πλησιφάεσσα — πλησιφάεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)